- περίμηκες
- περιμήκηςmasc/fem voc sgπεριμήκηςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… … Dictionary of Greek